- σαμαρειτικός
- -ή, -ό / σαμαρειτικός, -ή, -όν, ΝΑ [Σαμαρείτης]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Σαμάρεια ή στους Σαμαρείτες2. φρ. «Σαμαρειτική Πεντάτευχος» — το χωρίς φωνήεντα κείμενο τής εβραϊκής Πεντατεύχου σε σαμαρειτική γραφή που χρησιμοποιούσαν οι Σαμαρείτες ήδη πριν από την συγκρότηση ιδιαίτερης θρησκευτικής τους κοινότητας.επίρρ...σαμαρειτικῶς Ασύμφωνα με τον τρόπο τών Σαμαρειτών.
Dictionary of Greek. 2013.